υπεροχή

υπεροχή
η / ὑπεροχή, ΝΜΑ [ὑπερέχω]
το να είναι κανείς ή κάτι ανώτερο ως προς την ποιότητα, την ποσότητα, το μέγεθος ή την αξία σε σχέση με κάποιον ή με κάτι άλλο, ανωτερότητα
νεοελλ.
1. μαθημ. ο αριθμός που προκύπτει από την πράξη τής αφαίρεσης, το υπόλοιπο
2. (νομ.) το υπόλοιπο που προκύπτει από αντικείμενο που είχε ενεχυριαστεί
3. βιολ. η ιδιότητα ορισμένων αλληλομόρφων κάθε δεδομένου γονιδίου να καθορίζουν τον φαινότυπο ενός οργανισμού, όταν υπάρχουν στον γενότυπό του, αλλ. επικράτηση ή κυριαρχία
4. φρ. «υπεροχή πυρός»
στρ. πυρ μεγαλύτερης ευστοχίας και όγκου από το πυρ τού εχθρού, που παρέχει στα φίλια στρατεύματα τη δυνατότητα να προελάσουν χωρίς άσκοπες μεγάλες απώλειες
μσν.
(στο Βυζ.) τίτλος αξιωματούχων
μσν.-αρχ.
προεξοχή
αρχ.
1. (για βουνά) κορυφή («βουνῶν ὑπεροχαί», Πολ.)
2. ύψωμα («οὔσης τινὸς ὑπεροχῆς μεταξὺ τῆς στρατοπεδείας», Πολ.)
3. υπερβολή («κατὰ πλούτων ὑπεροχάς», Πλάτ.)
4. ανώτερη θέση, αξίωμα
5. μακρηγορία, μακρολογία
6. (για αστέρα) ανατολή
7. χρηματικό πλεόνασμα
8. το άνω άκρο κατακόρυφης δοκού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπεροχή — projection fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὑπερόχη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεροχή — η 1. το να υπερέχει κανείς (σε μέγεθος, ποσότητα, ικανότητα, αξία κτλ.), υπερτέρηση, πλεονεκτικότητα: Είναι αναμφισβήτητη η υπεροχή του ελληνικού ελαιόλαδου. 2. (μαθ.), ο αριθμός που προκύπτει από την αφαίρεση, το υπόλοιπο, η διαφορά. 3. (νομ.),… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπεροχῇ — ὑπεροχέω carry above pres subj mp 2nd sg ὑπεροχέω carry above pres ind mp 2nd sg ὑπεροχέω carry above pres subj act 3rd sg ὑπεροχή projection fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερόχη — ὑ̱περόχη , ὑπεροχέω carry above imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑπεροχέω carry above pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὑπεροχέω carry above imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροχῆι — ὑπεροχῇ , ὑπεροχέω carry above pres subj mp 2nd sg ὑπεροχῇ , ὑπεροχέω carry above pres ind mp 2nd sg ὑπεροχῇ , ὑπεροχέω carry above pres subj act 3rd sg ὑπεροχῇ , ὑπεροχή projection fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροχαῖς — ὑπεροχή projection fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροχαί — ὑπεροχή projection fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροχᾶς — ὑπεροχή projection fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροχᾷ — ὑπεροχή projection fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”